-
1 εξελασις
- εως ἥ1) изгнание(τῶν Πεισιστρατιδέων Her.; Κικέρωνος Plut.)
2) выход, отъезд(βασιλέως ἐκ Θέρμης Her.; ἐκ τῶν βασιλείων Xen.)
3) натиск, атака(ἐξελάσεις καὴ συμπλοκαί Plut.)
1 εξελασις
(τῶν Πεισιστρατιδέων Her.; Κικέρωνος Plut.)
(βασιλέως ἐκ Θέρμης Her.; ἐκ τῶν βασιλείων Xen.)
(ἐξελάσεις καὴ συμπλοκαί Plut.)